Εὐχαρίστου

Εὐχαρίστου
Εὐχάριστος
agreeable
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐχαρίστου — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • ευψυχής — εὐψυχής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστο ψύχος, αυτός που είναι ελαφρά, ευχάριστα ψυχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐψυχές η ύπαρξη ευχάριστου, ελαφρά δροσερού, ανεκτού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • καλοθύμητος — η, ο [καλοθυμούμαι] (Μ καλοθύμητος, ον) αυτός τον οποίο θυμάται και αναπολεί κάποιος ευχάριστα («καλοθύμητη γνωριμία») νεοελλ. αυτός τον οποίο θυμάται κάποιος εύκολα και ζωηρά εξαιτίας σημαντικού ή ευχάριστου γεγονότος, ευκολοθύμητος («καλοθύμητη …   Dictionary of Greek

  • μουσικότητα — η 1. η ιδιότητα τού μουσικού, τού ευχάριστου στην ακοή, μελωδικότητα 2. η μουσική αντίληψη 3. η αρμονικότητα σε κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικός. Η λ., στον λόγιο τ. μουσικότης, μαρτυρείται από το 1879 στον Χρυσοσθ. Βαλασσίδη] …   Dictionary of Greek

  • μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 …   Dictionary of Greek

  • παρεξαγωγή — ἡ, Α [παρεξάγω] 1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ… …   Dictionary of Greek

  • ρόντο — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”